- όμως
- (ΑΜ ὅμως)(εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ' όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγωὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ)αρχ.1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ' ὅμως, ὅμως μὴν (δωρ. μάν), ὅμως μέντοι, ὅμως γε μήν, ὅμως γε μέντοι («ὅμως μὴν πειρώμεθα λαβεῑν αὐτό», Πλάτ.)2. χρησιμοποιείται και ελλειπτικώς («πάντως μὲν οἴσεις οὐδὲν ὑγιές, ἀλλ' ὅμως (ενν. oἰστέον)», Αριστοφ.)3. συνήθως τίθεται στην απόδοση μετά το καὶ εἰ (κεἰ) ή καὶ ἐὰν (κἄν) («κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ' ὄμως», Σοφ.)4. μολονότι στην απόδοση, συνάπτεται πολλές φορές με την πρόταση («λέξον, κεἰ στένεις ὅμως» αντί «κεἰ στένεις, ὅμως λέξον», Αισχύλ.)5. συνήθως με μετοχή που αντικαθιστά την πρόταση («κλῡθί μου, νοσῶν ὅμως» αντί «εἰ νοσεῑς ὅμως κλῡθι», Σοφ.)6. μερικές φορές προτάσσεται («τόλμα ὅμως... ἄτλητα πεπονθώς» αντί «καίπερ πεπονθὼς ἄτλητα, ὅμως τόλμα», Θέογν.)7. πολλές φορές ορίζει μεμονωμένες λέξεις («κόλακι, δεινῷ θηρίῳ..., ὅμως ἐπέμιξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα», Πλάτ.)8. (χρησιμοποιείται για διακοπή τού λόγου) εν τούτοις, οπωσδήποτε («ὅμως δὲ φεῡγε μηδὲ μαλθακὸς γένῃ», Αισχύλ.)9. παρά ταύτα, μ' όλα ταύτα («οἱ μὲν τετρακόσιοι... ὅμως καὶ τεθορυβημένοι ξυνελέγοντο», Θουκ.)10. (αναφέρεται σε προηγουμένως λεχθέντα ή σε κάποια γενική κατάσταση) τέλος πάντων («οὐκ ἠνέσχοντο, ἀλλ' ἐπὶ τοὺς βωμοὺς ὅμως καθίζουσιν», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ὁμῶς «κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως», με αναβιβασμό τού τόνου. Το επίρρ. ὅμως έλαβε τη σημ. «παρ' όλα αυτά, αλλά, ωστόσο» (ανάλογη εξέλιξη στη σημ. εμφανίζουν τα: γαλλ. tout de meme και αγγλ. all the same). Τέλος, ανάλογα παραδείγματα αναβιβασμού τού τόνου και αλλαγής στη σημ. απαντούν και σε επιρρ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής (πρβλ. δίπλα < διπλά, τού κάκον < τού κακού, μονάχα < μοναχά)].
Dictionary of Greek. 2013.